- θυωρός
- θυωρός ὁ, ἡ (Α)1. ο επιμελητής τών θυσιών, τών ιερών προσφορών2. ως επίθ. ο ορισμένος για τις θυσίες («θυωρός τράπεζα» — η τράπεζα η ορισμένη για τις θυσίες, Φερεκρ.)3. μυροποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ- (πρβλ. θύος) + -ωρός. Το β' συνθετικό είτε < -Fορος < ορώ (πρβλ. θυρωρός) είτε < -ᾱFορός < αείρω (πρβλ. μετε-ωρός)].
Dictionary of Greek. 2013.